παλληκαρισμός

παλληκαρισμός
ο показная храбрость, хвастовство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παλληκαρισμός" в других словарях:

  • παλληκαρισμός — και παληκαρισμός και παλικαρισμός, ο 1. επίδειξη παληκαριάς 2. στον πληθ. οι παλ(λ)ηκαρισμοί και παλικαρισμοί κατορθώματα παληκαρά, παληκαριές, πράξεις για επίδειξη ανδρείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλληκάρι* + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • παληκαρισμός — ο βλ. παλληκαρισμός …   Dictionary of Greek

  • παλικαρισμός — ο βλ. παλληκαρισμός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»